- ὑπαγόμενα
- ὑπάγωleadpres part mp neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπαγομένας — ὑπαγομένᾱς , ὑπάγω lead pres part mp fem acc pl ὑπαγομένᾱς , ὑπάγω lead pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύγκρουση — η / σύγκρουσις, ούσεως, ΝΜΑ [συγκρούομαι] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συγκρούω ή τού συγκρούομαι, η πρόσκρουση μεταξύ δύο προσώπων ή πραγμάτων που έχουν διαφορετικές ή αντίθετες κατευθύνσεις 2. ρήξη, συμπλοκή νεοελλ. 1. έντονη αντίθεση,… … Dictionary of Greek
ταξιάρχης — Oνομασία 4 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Ιστιαίας, του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στα NΔ της Ιστιαίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (14 τ. χλμ.). 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ.), στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας … Dictionary of Greek
φύκη — Χλωροφυλλούχα φυτά, που ζουν στα γλυκά, υφάλμυρα ή θαλάσσια νερά και δεν έχουν άνθη, ρίζες, φύλλα και βλαστούς με τη γνωστή, χαρακτηριστική μορφή. Υπάγονται στα θαλλόφυτα (κρυπτόγαμα). Υπάρχουν φ. γιγάντια, των οποίων ο βλαστόμορφος θαλλός αποκτά … Dictionary of Greek